διασφενδονώ

διασφενδονώ
βλ. διασφενδονίζω.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • διασφενδονίζω — και διασφενδονῶ ( άω) (Α) 1. διασκορπίζω κάτι τινάζοντας το σαν με σφεντόνα 2. διαμελίζω («διεσφενδόνησεν αὐτόν, ὀρθίων δένδρων εἰς ταὐτὸ καμφθέντων, ἑκατέρῳ» τόν διαμέλισε αφού έδεσε τα μέλη του στις κορφές δύο λυγισμένων δένδρων) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”